πλατύπλευρον

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

τό,

   A plantago, Gloss. (patipleoron cod.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυτό πλαντάγο (Ι), γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία αρνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πλευρά.