πολίδιον

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

   A v. πολείδιον.

German (Pape)

[Seite 655] τό, dim. von πόλις, Städtchen, s. πολείδιον.

Greek (Liddell-Scott)

πολίδιον: ἴδε πολείδιον.· ― πολίεθρον, ἴδε πτολίεθρον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite ville.
Étymologie: πόλις.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. πολείδιον.