πολιαίνομαι

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

(πολιός) Pass.,

   A grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολιαίνομαι: (πολιὸς) Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, π. χ. ἐπὶ τῆς ἀφριζούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· οὕτω παρὰ Κατούλλῳ 64. 13, spumis incanuit unda.

French (Bailly abrégé)

blanchir d’écume.
Étymologie: πολιός.

Greek Monolingual

Α πολιός
(για την αφρίζουσα θάλασσα) γίνομαι λευκός, λευκαίνω.