πολυβλέπων

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

οντος,

   A blind (by euphemism), PLond.1821.269.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
1. αυτός που βλέπει πολύ
2. (κατ' ευφ.) τυφλόςκαθάπερ γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῡσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. πολύβλεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βλέπων, μτχ. του βλέπω (πρβλ. κατω-βλέπων)].