πολυμισής

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ές,

   A much-hating, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 666] ές, viel gehaßt, Luc. Pisc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμισής: -ές, ὁ μισῶν πολλὰ πράγματα, Ἡράκλεις, πολυμισῆ τινα μέτει τὴν τέχνην Λουκ. Ἁλιεὺς 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait odieux.
Étymologie: πολύς, μῖσος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μισεί πολλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντο-μισής].