ον,
A with many torches, ἑορτά Alcm.34.2.
-ον, Ααυτός που έχει πολλούς φανούς, δηλ. αυτός που τελείται με πολλές λαμπάδες («πολύφανος ἑορτά», Αλειμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φανός «λαμπάδα»].