ποτισπαστήρ

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, Dor. for προσ-,

   A thong which draws the bolt of a door, IG42(1).110.22, 24 (Epid., iv/iii B.C.).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(δωρ. τ.) δερμάτινο λουρί με το οποίο έλκεται ο σύρτης της πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -σπαστήρ (< σπῶ «έλκω, σύρω» + επίθημα -τήρ), πρβλ. επι-σπαστήρ].