πρεών

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A v. πρών.

German (Pape)

[Seite 699] ὁ, = πρηών, Crinag. 7 (VI, 253), σκολιοῦ τοῦδε κατὰ πρεόνος.

Greek (Liddell-Scott)

πρεών: -όνος, ὁ, = πρών, τοῦδε, κατὰ πρεόνος Ἀνθ. Π. 6. 253.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
c. πρηών.
Étymologie: épq. c. πρών.

Greek Monolingual

-όνος, ό, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πρών.