προεκλάμπω

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A shine out before, Them.Or.16.201d.

Greek (Liddell-Scott)

προεκλάμπω: ἐκλάμπω πρότερον, Θεμίστ. 201D, Συλλ. Ἐπιγρ. 8808.

Greek Monolingual

Α
εκλάμπω, φωτίζω προηγουμένως με τη λάμψη μου.