προσαλίγκιος

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ον,

   A like, Nic.Th.739.

German (Pape)

[Seite 748] ähnlich, Nic. Ther. 739, nach Schneider für παναλίγκιος.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰλίγκιος: -ον, ὅμοιος, Νικ. Θηρ. 739.

Greek Monolingual

-ον, Α
όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀλίγκιος «αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος»].