προσαμμώνω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
καλύπτω κάτι με άμμο, ρίχνω άμμο προκειμένου να γεμίσω κενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + άμμος + κατάλ. -ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Κ. Παπαγεωργίου].