προσβοηθώ
Greek Monolingual
-έω, ιων. τ. προσβωθέω Α
τρέχω για βοήθεια κάποιου («Κερκυραῑοι μετ' αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», Θουκ.).
-έω, ιων. τ. προσβωθέω Α
τρέχω για βοήθεια κάποιου («Κερκυραῑοι μετ' αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», Θουκ.).