προσιδιάζω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι («ο χαρακτήρας που έχει προσιδιάζει μάλλον σε αγροίκο»)
2. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα («η διαγωγή αυτή προσιδιάζει μόνο σε βαρβάρους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ιδιάζω «αρμόζω, ταιριάζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίη].