προσθαλασσώνω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
κατεβάζω ομαλά υδροπλάνο ή άλλη πτητική μηχανή στην επιφάνεια της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θάλασσα + κατάλ. -ώνω].