προσεπικυρώνω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
επικυρώνω, επιβεβαιώνω («ο δικηγόρος προσεπικύρωσε τη διαθήκη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + επικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικυρῶ, όω, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].