προσθύμιος
English (LSJ)
[ῡ], poet. ποτιθύμιος, ον,
A according to one's mind, welcome, AP6.288 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 766] nach Jemandes Sinn, gemüthlich, angenehm, τινί.
Greek (Liddell-Scott)
προσθύμιος: [ῡ], -ον, καταθύμιος, εὐάρεστος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 288.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, dat..
Étymologie: πρός, θυμός.
Greek Monolingual
-ον, Α
ευάρεστος, καταθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα-θύμιος].