προσμετρώ

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

προσμετρῶ, -έω, ΝΑ, και προσμετράω Ν
συναριθμώ, προσυπολογίζω, συνυπολογίζω.
αρχ.
1. καταβάλλω πρόσθετη οφειλή σε είδος
2. συνάπτω, συνδέω
3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ προσμετρούμενα
(σχετικά με φόρο) πρόσθετο ποσοστό.