πρωτόθυτος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον,

   A gloss on πρωτόσφακτος, Sch.Lyc.329.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόθυτος: -ον, ὁ πρῶτος θυσιασθείς, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 329.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που θυσιάστηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βού-θυτος].