πυρισθενής

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ές,

   A mighty with fire, Διόνυσος Nonn.D.24.6; πολιῆται ib.29.193, cf. PMag.Berol.2.90.

Spanish

poderoso por el fuego

Greek Monolingual

και πυροσθενής, -ές, ΜΑ
αυτός που είναι τόσο ισχυρός όσο και η φωτιάπυρισθενής Διόνυσος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) + -σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι-σθενής, μεγα-σθενής].