ραβδονόμος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κρατά και κινεί ράβδο, ραβδοφόρος
2. (για τους Ρωμαίους) αυτός που κρατά δέσμη ράβδων με πέλεκυ στη μέση, ο ραβδούχος
3. (για άρχοντα) αυτός που φέρει ράβδο ως ένδειξη της εξουσίας που έχει, όπως λ.χ. ήταν ο δικαστής ή ο κριτής ενός αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -νόμος].