-ον, ΜΑζωοτόκος, αυτός που γεννά ένσαρκο ον και όχι αβγό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τόκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. παιδο-τόκος, τερατο-τόκος.