σαντούρι

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
έγχορδο μουσικό όργανο του οποίου το ηχείο έχει τραπεζοειδές σχήμα και το οποίο παίζεται με δύο λεπτά χειρόπληκτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. santur].