σαρκοχαρής
German (Pape)
[Seite 863] ές, sich am Fleische freuend, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοχᾰρής: -ές, (χαίρω) ὁ εὑρίσκων χαράν, εὐχαρίστησιν καὶ τέρψιν εἰς τὴν σάρκα, φιλόσαρκος, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που βρίσκει χαρά και ευχαρίστηση στις σαρκικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής].