σαρκοχαρής

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

German (Pape)

[Seite 863] ές, sich am Fleische freuend, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοχᾰρής: -ές, (χαίρω) ὁ εὑρίσκων χαράν, εὐχαρίστησιν καὶ τέρψιν εἰς τὴν σάρκα, φιλόσαρκος, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που βρίσκει χαρά και ευχαρίστηση στις σαρκικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής].