σηπεύω

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

   A cause to putrefy, Man.4.269.

German (Pape)

[Seite 875] durch Fäulniß bewirkende Gifte vergeben, Maneth. 4, 269.

Greek (Liddell-Scott)

σηπεύω: (σήπω) ἐπιφέρω, γεννῶ σῆψιν, Μανέθων 4. 269.

Greek Monolingual

Α
προκαλώ σήψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. τ. σχηματισμένο είτε από το ρ. σήπω / σήπομαι είτε από τον τ. σήπη].