-ια, -ιο, Ν1. αυτός που έχει γίνει από σκατά, που αποτελείται από περιττώματα2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, που είναι ανάξιος λόγου, ελεεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος, σιδερ-ένιος)].