στεγνότητα

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / στεγνότης, -ητος, ΝΜΑ στεγνός
νεοελλ.
η ιδιότητα του στεγνού, το να είναι στεγνό κάτι
μσν.-αρχ.
στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές
αρχ.
δυσκοιλιότητα.