στομωτής

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= Lat.

   A indurator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, der Eisen schärft, stählt, übh. der Verstärker, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στομωτής: -οῦ, ὁ, (στομόω ΙΙΙ) ὁ σκληρύνων καὶ μετατρέπων τὸν σίδηρον εἰς χάλυβα, Γλωσσ.· στομωτήρ. -ῆρος, Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α στομῶ
τεχνίτης που στομώνει σιδερένια εργαλεία, που μετατρέπει τον σίδηρο σε χάλυβα.