συλλαβίζω

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A join letters into syllables, pronounce letters together, Plu.2.496f, Luc.Gall.23.

German (Pape)

[Seite 974] Buchstaben zu Sylben verbinden, buchstabiren, Luc. Gall. 23 bis accus. 28.

Greek (Liddell-Scott)

συλλᾰβίζω: συνάπτω τὰ γράμματα εἰς συλλαβάς, προφέρω γράμματα ὁμοῦ, Πλούτ. 2, 496F, Λουκ. Ὀνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 23.

French (Bailly abrégé)

épeler.
Étymologie: συλλαβή.

Greek Monolingual

ΝΑ συλλαβή
νεοελλ.
1. προφέρω ή διαβάζω χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται
2. διαβάζω με δυσκολία, έχω δυσχέρεια στην ανάγνωση, μόλις που γνωρίζω ανάγνωση
αρχ.
ενώνω τα γράμματα σε συλλαβές, προφέρω ή διαβάζω μαζί.