συναγώνισμα

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A succour in a contest: generally, succour, support, πρός τι Plb.10.43.2.

German (Pape)

[Seite 996] τό, was im Kampfe hilft od. fördert, πρός τι, Pol. 10, 43, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγώνισμα: τό, βοήθεια, σύμπραξις ἐν ἀγῶνι· βοήθεια, ὑποστήριξις, πρός τι Πολύβ. 10. 43, 2· ― οὕτω συναγωνισμός, ὁ, ἐκεῖνος μόνος γενναῖος ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν τῆς ἀληθείας, εἰς ὑποστήριξιν αὐτῆς, Ἰω. Μοναχ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 4, σ. 234. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 417-419.

Greek Monolingual

τὸ, Α συναγωνίζομαι
1. βοήθεια, σύμπραξη σε αγώνα
2. υποστήριξη.