σύθαμπο

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

το, Ν
1. σούρουπο
2. (στον πληθ. ως επίρρ.) σύθαμπα
κατά το σούρουπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαμπός].

Greek Monolingual

το, Ν
1. σούρουπο
2. (στον πληθ. ως επίρρ.) σύθαμπα
κατά το σούρουπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαμπός].