συλητής

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= sq., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλητής: -οῦ, ὁ, κλέπτης, ληστής, Ἐπιφάν. 336Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α συλῶ
άρπαγας, κλέφτης
νεοελλ.
κλέφτης ιερών αντικειμένων.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α συλῶ
άρπαγας, κλέφτης
νεοελλ.
κλέφτης ιερών αντικειμένων.