συνδείκνυμι

Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

in Med.,

   A demonstrate also, τῷ λόγῳ τῷδε περὶ τῆς κράσεως Gal.15.651; ὁδὸς ἡ συνδειχθεῖσα the road which has been pointed out jointly, OGI225.42 (Didyma, iii B.C.).

Greek Monolingual

Α δείκνυμι
(κυρίως μέσ.) συνδείκνυμαι
α) υποδεικνύω κάτι ακόμα
β) αποδεικνύω κάτι ακόμα.

Greek Monolingual

Α δείκνυμι
(κυρίως μέσ.) συνδείκνυμαι
α) υποδεικνύω κάτι ακόμα
β) αποδεικνύω κάτι ακόμα.