συνεθίζω
English (LSJ)
A accustom, ἕτερον ἑτέρῳ Pl.R.589a; σ. τινὰ ποιεῖν τι accustom him to do... D.13.13, Aeschin.1.24, etc.; σ. [τὰ τέκνα] πρὸς τὰ ψύχη accustom them to bear cold, Arist.Pol.1336a13, cf. HA567a6; make customary, Phld.Mus. p.107 K.:—Pass., become used or habituated, and in aor. 1 and pf. to have become so, Th.4.34, Pl.Tht.146b, Plt.285a, Arist.Pol.1340a16, Sor.1.89: c. inf., συνειθίσθην ποιεῖν τι Isoc.2.38, X.Mem.3.14.6; τινι to a thing, Arist.Pr. 917a15, Phld.Mus.p.102 K.: impers., συνειθισμένον ἦν it had become the custom, Lys.1.10. II intr. in Act., grow accustomed, ἐν ταῖς ἁπλαῖς . . διαίταις Epicur.Ep.3p.64U., cf. p.60 U.
German (Pape)
[Seite 1010] (s. ἐθίζω), womit od. wozu gewöhnen; Thuc. 4, 34; μηδὲν ἕτερον ἑτέρῳ ξυνεθίζειν μηδὲ φίλον ποιεῖν, Plat. Rep. IX, 589 a; συνειθισμένον, Soph. 236, d; συνεθιστέον τὰ σκοτεινὰ θεάσασθαι, Rep. VII, 520 c; μελέτα περὶ καλῶν ἐπιτηδευμάτων λέγειν, ἵνα συνεθισθῇς ὅμοια τοῖς εἰρημένοις φρονεῖν, damit du dich zugleich gewöhnst, Isocr. 2, 38; ἡμεῖς δὲ ἑαυτοὺς χρῆσθαι λόγοις συνεθίζομεν, Plut. Symp. VII prooem. u. öfter; εἰ τὰ βέλτιστα ὑμᾶς ἀκούειν συνεθίζω, Dem. 13, 13; αἷς ἔδει συνειθίσθαι τοὺς ἱππεῖς, Pol. 10, 21, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συνεθίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, συνηθίζω τινά, ἐξοικειώνω, ἕτερον ἑτέρῳ Πλάτ. Πολ. 589Α· σ. τινὰ ποιεῖν τι, συνηθίζω τινὰ νὰ ποιῇ τι, Δημ. 109· ἐν τέλει, Αἰσχίν. 4. 17, κτλ.· συνεθίζω τινὰ πρὸς τὰ ψύχη, συνηθίζω, γυμνάζω τινὰ νὰ ὑπομένῃ τὰ ψύχη, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2· σ. κατὰ μικρὸν ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9. ― Παθ., συνειθισμένοι μᾶλλον μηκέτι δεινοὺς αὐτοὺς ὁμοίως σφίσι φαίνεσθαι Θουκ. 4. 34, Πλάτ. Θεαίτ. 146Β, Πολιτ. 285Α, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 17· μετ’ ἀπαρεμ., συνειθίσθην ποιεῖν τι Ἰσοκρ. 22C, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 6· τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀριστ. Προβλ. 18. 6· ― ὡσαύτως ἀπροσ., συνειθισμένον ἦν, εἶχε καταστῆ σύνηθες, συνήθεια, Λυσί. 92. 31.
French (Bailly abrégé)
Pass. ao. συνειθίσθην, pf. συνείθισμαι;
habituer à ; Pass. s’habituer à, inf. ; à l’ao. et au pf. : être habitué à.
Étymologie: σύν, ἐθίζω.
Greek Monolingual
Α ἐθίζω
1. κάνω κάποιον να συνηθίσει σε κάτι («τὰ βέλτιστ' ἀκούειν ὑμᾱς συνεθίζω», Δημοσθ.)
2. καθιστώ κάτι σύνηθες, κοινό
3. (αμτβ.) αποκτώ μια συνήθεια, συνηθίζω κάτι («ἐν ταῑς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.)
4. φρ. «συνειθισμένον ἦν» — είχε γίνει συνήθεια (Λυσ.).
Greek Monolingual
Α ἐθίζω
1. κάνω κάποιον να συνηθίσει σε κάτι («τὰ βέλτιστ' ἀκούειν ὑμᾱς συνεθίζω», Δημοσθ.)
2. καθιστώ κάτι σύνηθες, κοινό
3. (αμτβ.) αποκτώ μια συνήθεια, συνηθίζω κάτι («ἐν ταῑς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.)
4. φρ. «συνειθισμένον ἦν» — είχε γίνει συνήθεια (Λυσ.).