ὑλάσκω
English (LSJ)
[ῠ],
A = ὑλακτέω, prob. in A.Supp.877 (lyr.); pres. ὑλάσσω Charito 6.4, Eust.1791.64; aor. ὕλαζα D.C.63.28.
German (Pape)
[Seite 1176] = ὑλακτέω, λύμασις, ἡ πρὸ γᾶς ὑλάσκει, Aesch. Suppl. 855, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλάσκω: [ῠ], = ὑλακτέω. ἀμφ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 877. - ὁ ἐνεστ. ὑλάσσω ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Χαρίτωνι 6. 4, Εὐστ. 1791. 64· ἀόρ. ὕλαξα Δίων Κ. 63. 28.
Greek Monolingual
Α
υλακτώ, γαυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολο θεωρείται αν μαρτυρείται ο τ. ὑλάσκω (βλ. λ. ὑλῶ, ὑλάσσω)].