τελεσσίτοκος

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον, Ep. for Τελεσίτ-,

   A completing the birth, Nonn.D.48.890.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσσίτοκος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσιτ-, ἡ τελειοποιοῦσα τὸν τοκετόν, Νόνν. Δ. 48. 8. 0.

Greek Monolingual

και τελεσίτοκος, -ον, Α
τελειοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. μνησί-τοκος, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].