ὑψίτερος

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, Comp. of Adv. ὕψι,

   A loftier, δρύες Theoc.8.46.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ ἐπιρρ. ὕψι, ὑψηλότερος, δρύες Θεόκρ. 8. 46.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus haut.
Étymologie: ὕψι.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α ὕψι
(συγκριτ. βαθμός) υψηλότερος.