το, Νστον πληθ. τα φραγκοστάφυλακοινή ονομασία τών ειδών του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ρίβος, που ανήκει στην οικογένεια γκρουσουλαριίδες, αλλ. λαγοκερασιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο- (βλ. λ. Φράγκος) + σταφύλι].