φωνή

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ἡ,

   A sound, tone, prop., the sound of the voice, whether of men or animals with lungs and throat (ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Arist.de An.420b5, cf. 29, HA535a27, PA664b1); opp. φθόγγος (v. φθόγγος 11):    I mostly of human beings, speech, voice, utterance, φ. ἄρρηκτος Il.2.490; ἀτειρέα φ. 17.555; φ. δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν, of Ajax' battle-cry, 15.686; of the battle-cry of an army, Τρώων καὶ Ἀχαιῶν . . φ. δεινὸν ἀϋσάντων 14.400: pl., of the cries of market-people, X.Cyr.1.2.3; ὁ τόνος τῆς φ. Id.Cyn.6.20, D.18.280, Aeschin.3.209; ὀξεῖα, βαρυτέρα, λεία, τραχεῖα φ., Pl.Ti.67b; φ. μαλακή Ar.Nu.979 (anap.); μιαρά, ἀναιδής, Id.Eq.218,638: with Verbs, φωνὴν ῥῆξαι Hdt.1.85, Ar.Nu.357 (anap.); φ. ἱέναι Hdt.2.2, 4.23, Pl.Phdr.259d, etc.; φ. ἥσει E.HF1295; προΐεσθαι Aeschin.2.23; ἀρθροῦν X.Mem.1.4.12; διαρθρώσασθαι Pl.Prt.322a; ἐντείνασθαι Aeschin.2.157; φ. ἐπαρεῖ D.19.336; φωνῇ with his voice, aloud, Il.3.161, Pi.P.9.29; εἶπε τῇ φωνῇ τὰ ἀπόρρητα Lys.6.51; διὰ ζώσης φωνῆς Anon.Geog.Epit.1p.488M.; μιᾷ φ. with one voice, Luc. Nigr.14; ἀπὸ φωνῆς, c. gen., dictated by... Choerob.in Thd.1.103 tit., Marin. in Euc.Dat.p.234 M., Olymp. in Grg.p.1 N., Pall. in Hp.2.1 D.: pl., αἱ φ. the notes of the voice, Pl.Grg.474e; σχήμασι καὶ φωναῖς Arist. Rh.1306a32: prov., φωνῇ ὁρᾶν, of a blind man, S.OC138 (anap.); πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέντα, i.e. using every effort, Pl.Lg.890d, cf. Euthd.293a; πάσας ἀφιέναι φωνάς Id.R.475a, D.18.195; φωνὰς ἀπρεπεῖς προΐεντο PTeb.802.15 (ii B. C.).    2 the cry of animals, as of swine, dogs, oxen, Od.10.239, 12.86,396; of asses, Hdt.4.129; of the nightingale, song, Od.19.521; ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Arist.Pr.895a4.    3 any articulate sound, opp. inarticulate noise (ψόφος), φ. κωκυμάτων S.Ant.1206; ὥσπερ φωνῆς οὔσης κατὰ τὸν ἀέρα πολλάκις καὶ λόγου ἐν τῇ φωνῇ Plot.6.4.12: στοιχεῖόν ἐστι φ. ἀδιαίρετος Arist.Po.1456b22; also esp. of vowelsound, opp. to that of consonants, Pl.Tht.203b, Arist.HA535a32; in literary criticism, of sound, opp. meaning, Phld.Po.5.20 (pl.), 21.    4 of sounds made by inanimate objects, mostly Poet., κερκίδος φ. S.Fr.595; συρίγγων E.Tr.127 (lyr.); αὐλῶν Mnesim.4.56 (anap.); rare in early Prose, ὀργάνων φωναί Pl.R.397a; freq. in LXX, ἡ φ. τῆς σάλπιγγος LXX Ex.20.18; φ. βροντῆς ib. Ps.103(104).7; ἡ φ. αὐτοῦ ὡς φ. ὑδάτων πολλῶν Apoc.1.15.    5 generally, sound, defined as ἀὴρ πεπληγμένος, πληγὴ ἀέρος, Zeno Stoic.1.21, Chrysipp.ib.2.43.    II faculty of speech, discourse, εἰ φωνὴν λάβοι S.El.548; παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά Id.OC1283.    2 language, hdt.4.114, 117; φ. ἀνθρωπηΐη Id.2.55; ἀγνῶτα φ. βάρβαρον A.Ag.1051; φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Id.Ch.563, cf. E.Or.1397 (lyr.), Th.6.5, 7.57, X.Cyn.2.3, Pl.Ap.17d, etc.; τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. Id.Tht.163b; κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. Id.Cra. 398d, cf. 409e.    III phrase, saying, τὴν Σιμωνίδου φ. Id.Prt. 341b; ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Plu.2.106b, cf. 330f, etc.; of formulae, στοιχειώματα καὶ φ. Epicur.Ep.1p.4U., cf. Sent.Vat.41 (= Metrod. Fr.59); αἱ σκεπτικαὶ φ. S.E.P.1.14, cf. Jul.Or.5.162b, etc.    IV report, rumour, LXXGe.45.16.    b message, Sammelb.7252.21 (iii/iv A. D.).    V loud talk, bragging, Epicur.Sent.Vat. 45.

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ, Laut, Ton, immer von lebenden Wesen, gew. von Menschen, Stimme, Rede; oft bei Hom., Hes. u. Folgdn; bes. laute, deutliche Stimme, Schlachtruf, Il. 14, 400. 15, 686. 18, 219; von Thieren, von Schweinen, Hunden, Rindern, Od. 10, 239. 12, 86. 396 (Her. 4, 129); von der Nachtigall 19, 521, Gesang; von der Schwalbe Anacr. 9, 9; vgl. Arist. H. A. 4, 9 λόγου κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος, τὰ δ' ἄλλα φωνῆς; de anim. 2, 8 erkl. ψόφος ἐμψυχίου σημαντικός; u. sonst, der artikulirte Laut im Ggstz des unartikulirten, ψόφος, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 155; doch auch κερκίδων, Soph. Ir. 522, συρίγγων, Eur. Tr. 127; – gewöhnlich die Sprache; Her. 4, 117, der verbindet φωνὴν ἱέναι, 2, 2; ὁ παῖς ἄφωνος ὑπὸ δέους καὶ κακοῦ ἔῤῥηξε φωνήν 1, 85; τἡν φωνὴν τῶν γυναικῶν οἱ ἄνδρες οὐκ ἐδυνέατο μαθεῖν, τὴν δὲ τῶν ἀνδρῶν αἱ γυναῖκες συνέλαβον 4, 114; αὐδάξασθαι φωνῇ ἀνθρωπηΐῃ 2, 55; προσέννεπε φωνᾷ Pind. P. 9, 30, u. oft; εἴθ' εἶχε φωνὴν εὔφρονα Aesch. Ch. 193; ἀγνῶτα βάρβαρον κεκτημένη Ag. 1021; φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Ch. 556; εἰ φωνὴν λάβοι, wenn er sprechen könnte, Soph. El. 538; Eur, oft, φωνὴν ἥσει χθών Herc. F. 1295; μαλακή Ar. Nubb. 966, μιαρά Equ. 218, ἀναιδής 636; ἐμφανῆ ποιεῖν διὰ φωνῆς Plat. Theaet. 206 d; τῇ φωνῇ μέγα λέγων Prot. 310 b; ἐν φωνῇ βαρβάρῳ τεθραμμένος 341 c, u. oft, wie Folgde; im plur., φωναί, Geschrei, Xen. Cyr. 1, 2,3; οἵας τότ' ἠφίει Φίλιππος φωνάς Dem. 18, 218; ὁ παρὼν καιρὸς μονονουχὶ λέγει φωνὴν ἀφιείς 1, 2. – Bei den Stoikern der bloße Laut im Ggstz zur λέξις.

Greek (Liddell-Scott)

φωνή: ἡ, ἴδε ἐν λ. φάω· ― ὡς καὶ νῦν, φωνή, κυρίωςἦχος ὁ διὰ τοῦ λάρυγγος παραγόμενος, φωνὴ εἴτε τῶν ἀνθρώπων εἴτε ἄλλου τινὸς ζῴου ἔχοντος πνεύμονας καὶ λάρυγγα, (ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 8, 14, πρβλ. 18, περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1, περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 5)· ἐνίοτε ἀντίκειται τῷ φθόγγος (ἴδε φθόγγος ΙΙ.). 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων (πρβλ. διάλεκτος ΙΙ. 1), φωνή, Λατ. vox, πρῶτον παρ’ Ὁμ. φ. ἄρρηκτος Ἰλ. Β. 490· ἀτειρέα φ. Ρ. 555· φωνὴ δὲ οἱ αἰθέρ’ ἵκανεν, περὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς τοῦ Αἴαντος, Ο. 686· ἐπὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς πολλῶν ἀνθρώπων, ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ δεινόν ἀϋσάντων Ξ. 400· φ. ἀνθρωπηίη Ἡρόδ. 2. 55· ἡ φ. τῶν γυναικῶν ὁ αὐτ. 4, 114· αἱ φωναί, ὁ θόρυβος τῶν ἀγοραίων, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 2. 3· κλπ.· ὁ τόνος τῆς φ. Ξεν. Κυνηγ. 6, 20, πρβλ. Δημ. 319. 12, Αἰσχίνης 83· ἐν τέλει αἱ διάφοροι παραλλαγαὶ αὐτῆς ἥτις διακρίνεται ὡς ὀξεῖα, βαρεῖα, τραχεῖα, Πλάτ. Τίμ. 67Α φ. μαλακὴ Ἀριστ. Νεφ. 979· μιαρά, ἀναιδὴς Ἱππεῖς 218, 678· ― μετὰ ῥημάτων, φωνὴν ῥηγνύναι, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rumpere vocem, Ἡρόδ. 1. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 357· φ. ἱέναι, vocem edere, Ἡρόδ. 2. 2., 4. 23, Πλάτ., κλπ.· ἀφιέναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1295· προΐεσθαι Αἰσχίνης 31. 20· ἀρθροῦν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· διαρθροῦσθαι Πλάτ. Πρωτ. 322Α· ἐντείνεσθαι Αἰσχίνης 49. 15· ἐπαίρειν Δημ. 449. 14· ― φωνῇ, μὲ τὴν φωνήν του, μεγαλοφώνως, Ἰλ. Γ. 161, Πινδ. Π. 9. 49, Λυσίας 107. 38· μιᾷ φ., μὲ μίαν φωνήν, ὁμοφώνως, Λουκ. Νιγρ. 14· πληθ., αἱ φωναί, αἱ παραλλαγαί, οἱ τόνοι τῆς φωνῆς, Πλάτ. Γοργ. 474Ε· σχήμασι καὶ φωναῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 14· ― παροιμ., φωνῇ ὁρᾷν, ἐπὶ τυφλοῦ (πρβλ. φατίζω), Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 137· πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέναι, δηλ. ποιεῖσθαι χρῆσιν παντὸς μέσου, Πλάτ. Νόμ. 890D, πρβλ. Εὐθύδ. 293Α· οὕτω, πάσας ἀφιέναι φωνὰς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 475Α, Δημ. 293. 12, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 341. 2) ὡσαύτως ἡ φωνὴ ἢ κραυγὴ τῶν ζῴων, οἶον χοίρων, κυνῶν, βοῶν, Ὀδ. Κ. 239, Μ. 86, 396· τῶν ὄνων, Ἡρόδ. 4. 129· τῆς ἀηδόνος, Ὀδ. Τ. 521· ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Ἀριστ. Προβλ. 10. 38· 3) πᾶσα ἔναρθρος φωνή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄναρθρον (ψόφος), φ. κωκυμάτων Σοφ. Ἀντιγ. 1206· ταύτης δὲ (δηλ, τῆς φωνῆς) μέρη τό τε φωνῆεν καὶ τὸ ἡμίφωνον καὶ ἄφωνον Ἀριστ. Ποιητ. 20. 2· ― παρὰ μεταγεν. περιωρίσθη ἡ λέξις νὰ σημαίνῃ τὴν φωνὴν ἢ ἦχον τῶν φωνηέντων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τῶν ἀφώνων, Schäf. εἰς Διονύσιον Ἁλ. περὶ Σύνθ. σ. 155, Stallb. Πλάτ. Θεαίτ. 203B. Κρατ. 424C. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1· πρβλ. φωνέω Ι. 4, φωνήεις 3. 4) ἐπὶ ἤχων παραγομένων ὑπὸ ἀψύχων πραγμάτων, κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, κερκίδος φ. Σοφοκλ. Ἀποσπ. 522· συρίγγων Εὐρ. Τρῳ. 127· αὐλῶν Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 56· σπάνιον τοῦτο παρὰ τοῖς δοκίμοις πεζογράφοις, ὀργάνων Πλάτ. Πολ. 397Α· ἀλλὰ σύνηθες παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἡ φ, τῆς σάλπιγγος Ἑβδ. (Ἔξοδ. Κ΄), 18· βροντῆς ὑδάτων, κλπ. ΙΙ. ἡ δύναμις τοῦ λαλεῖν, λόγος, Λατ. sermo, εἰ φωνὴν λάβοι Σοφ. Ἡλ. 548· παρέσχε φωνήν τοῖς ἀφωνήτοις τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1283. 2) γλῶσσα, Λατ. lingua, Ἡρόδ. 4. 114, 117, πρβλ. 2. 55. 3) εἶδος γλώσσης, διάλεκτος, ἀγνῶτα φ. βάρβαρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1051· φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 563· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1397. Θουκ. 6. 5., 7. 57, Ξεν. Κυνηγ. 2, 3, Πλάτ. Ἀπολ. 17Ε· τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 163Β· κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 398D, πρβλ. 409Ε. ΙΙΙ. φράσις, λόγος, ῥῆσις, τὴν Σιμωνίδου φ. Πλάτ. Πρωτ. 341Β· ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Πλούτ. 2. 106Β, πρβλ. 330F, κλπ.· αἱ σκεπτικαὶ φ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 14, κλπ. IV. φήμη, λόγος, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ΄, 16), Πράξ. Ἀποστ. β΄, 6.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
A. son ; particul. son clair et fort :
I. en parl. de pers.
1 voix, particul. voix claire et forte;
2 faculté ou droit de parler, usage de la parole;
3 cri;
4 voix dans le chant ; au pl. αἱ φωναί notes de la voix;
5 son articulé, particul. voyelle t. de gramm.
II. voix des animaux :
1 cri d’un animal;
2 chant des oiseaux;
III. son des instruments;
B. langage, d’où
1 en gén. manière de s’exprimer;
2 langue propre à un peuple, idiome ; particul. dialecte;
3 langue propre à une classe d’hommes, particul. langue des orateurs;
4 maxime, sentence;
C. mot, expression.
Étymologie: φημί.

English (Autenrieth)

voice, properly with reference to its quality, whereby one individual may be distinguished from an other. Transferred to animals, συῶν, βοῶν, Od. 10.239, μ 3, Od. 19.521.

Spanish

voz, vocales, lengua, idioma

English (Abbott-Smith)

φωνή, -ῆς, ἡ, [in LXX chiefly and very freq. for קֹול;]
a voice;
(a)prop., of persons, Mt 2:18 (LXX), al.; φ. αἴρειν (ἐπαίρειν), Lk 17:13, Ac 2:14, al.; φ. μεγάλῃ εἰπεῖν (λέγειν, φωνεῖν, etc.), Lk 8:28, Ac 7:57, Re 5:12, al.; γίνεται (ἔρχεται) φ. ἐκ τ. οὐρανῶν (ἐξ οὐρανοῦ), Mk 1:11, Lk 3:22, Jo 12:28, al. (cf. DCG, ii, 810a; Dalman, Words, 204f.); ἀκούειν φωνήν (-ῆς; v.s. ἀκούω), Ac 9:4, 7 al.; φ. βοῶντος, Mt 3:3, Mk 1:3, Lk 3:4, Jo 1:23 (LXX); τ. θεοῦ, Jo 5:37, He 3:7, al. By meton.,
(α)of the speaker, βλέπειν τὴν φ., Re 1:12;
(β)speech, language ( Ge 11:1, IV Mac 12:7, al.): I Co 14:10;
(b)of inanimate things: Mt 24:31, Jo 3:8, Ac 2:6, Re 1:15b 9:9 14:2, al. (cf. Tr., Syn., §lxxxix).

English (Strong)

probably akin to φαίνω through the idea of disclosure; a tone (articulate, bestial or artificial); by implication, an address (for any purpose), saying or language: noise, sound, voice.

English (Thayer)

φωνῆς, ἡ (φάω) to shine, make clear (cf. Curtius, § 407; Liddell and Scott, under the word φάω)), from Homer down, Hebrew קול:
1. a sound, tone: of inanimate things, as of musical instruments, T omits φωνῆς, WH give it only in marginal reading; cf. Buttmann, § 132,10); ὀργάνων, Plato, de rep. 3, p. 397a; συριγγων, Euripides, Tro. 127; ψαλτηρίου καί αὐλοῦ, Plutarch, mor., p. 713c.); of wind, noise, of a millstone, whir (the sound (A. V. voice): τοῦ ἀσπασμοῦ, ῤημάτων, the cry (of men), φωνή μεγάλη, a loud cry, a cry i. e. wailing, lamentation, a voice, i. e. the sound of uttered words: λαλεῖν φωνάς, τήν φωνήν αἴρειν, πρός τινα, φωνήν ἐπαίρειν, φωνῆς ... ἐκέκραξα (or ἐκκράζειν), Buttmann, § 143,11)); φωνή μεγάλη added to verbs: to λέγειν, ἐν φωνή μεγάλη ἐν; εἰπεῖν, φάναι, αἰνεῖν τόν Θεόν, ἀναβοαν, R G L text T); βοᾶν (L marginal reading Tr WH); φώνειν, (T Tr WH); L T Tr WH); ἀναφωνεῖν, R G L Tr marginal reading); κηρύσσειν (ἐν φωνή μεγάλη), omits ἐν); κραυγάζειν, ἀνακράζειν, κράζειν. R G L); ); κράζων ἐν φωνή μεγάλη ἐν ἰσχυρά φωνή, G L T Tr WH); μετά φωνῆς μεγάλης δοξάζων τόν Θεόν, ἰδού φωνή λέγουσα, ἔρχεται φωνή, R G L Tr text); ἐξέρχεται, γίνεται φωνή, T omits; WH brackets ἐγένετο; T Tr marginal reading WH); adds πρός αὐτόν)); πρός τινα, φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ, ἐγένοντο φωναί μεγάλαι, ἀπεκρίθη φωνή, ἀκούειν φωνήν (cl. Buttmann, §§ 132,17; 144,16 α.), Buttmann, § 129,8b.); L T Tr WH insert ὡς), G omits; Tr brackets φωνήν); Buttmann, as above); R G L WH marginal reading); ἀκούειν φωνῆς (Buttmann, § 132,17; Winer's Grammar, § 30,7d.), T Tr WH text); βλέπειν τήν φωνήν, i. e. the one who uttered the voice, φωνή with a genitive of the subject: βοῶντος, ἀγγέλου ὅταν μέλλῃ σαλπίζειν, ἡ φωνή τίνος, the natural (familiar) sound of one's voice, ἀνθρώπου, human utterance, φωνή τίνος, the voice of a clamorous person, ἀγγέλων πολλῶν, singing the praises of Christ, ἀρχαγγέλου, the awakening shout of the archangel, the leader of the angelic host, τοῦ Θεοῦ, of God — teaching, admonishing, whether in the O. T. Scriptures or in the gospel, the speech, discourse, Θεοῦ ... οὐκ ἀνθρώπου, τάς φωνάς τῶν προφητῶν, the predictions (`read every sabbath'), ἀλλάξαι τήν φωνήν. (See ἀλλάσσω), speech, i. e. a language, tongue: Josephus, contra Apion 1,1; (1,9, 2; 1,14, 1, etc.); Cebes (399 B.C.>) tab. 33; Aelian v. h. 12,48; (Diogenes Laërtius 8,3; for other examples from Greek writings see Passow, under the word, p. 2377{b}; (Liddell and Scott, under the word, II:3); τῇ Ἑβραΐδι φωνή, τῇ πατρίῳ φωνή, Schmidt, chapter 1 § 27; Trench, § lxxxix.; and see λαλέω, at the beginning.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. ο ήχος που παράγεται από τον λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων, λαλιά
2. κραυγή (α. «έβγαλε μια φωνή, που μέ κούφανε» β. «ὑπὸ δέους... ἔρρηξε φωνήν», Ηρόδ.)
3. αναφώνηση, ξεφωνητό, οχλοβοή (α. «τί φωνές και κακό είναι αυτό;» β. «ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου πολλοῦ», ΚΔ)
4. (ιδίως στην ποίηση) ήχος αψύχων (α. «η φωνή του δάσους» β. «φωνὴ ὑδάτων», ΚΔ)
5. η γλώσσα (α. «η ελληνική φωνή» β. «τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φωνήν», Πλάτ.)
6. φρ. «με μια φωνή» και «μιᾷ φωνῇ» — ομόφωνα
7. παροιμ. φρ. (στην ΠΔ) «φωνῇ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια σωστή υπόδειξη αντιμετωπίζεται με αδιαφορία
νεοελλ.
1. φυσιολ. η ικανότητα εκπομπής ήχων κατά την ομιλία, αλλά και το σύνολο τών ήχων που παράγονται από τις περιοδικές δονήσεις τών φωνητικών χορδών του λάρυγγα
2. μουσ. α) η χρησιμοποίηση του συστήματος παραγωγής ήχων του ανθρώπου με σκοπό τη δημιουργία ενός μέλους
β) μέρος μιας μουσικής σύνθεσης («κύρια φωνή» — η φωνή τενόρο)
3. (σχετικά με μουσ. όργανο) μουσικός φθόγγος, νότα («από το ακορντεόν λείπουν δύο φωνές»)
4. τρόπος εκτέλεσης τραγουδιού (α. «πρώτη φωνή» β. «δεύτερη φωνή» γ. «τρίτη φωνή»)
5. γραμμ. γραμματική κατηγορία του ρήματος η οποία εκφράζεται γλωσσικά με το καταληκτικό ρηματικό μόρφημα και καθορίζει την λειτουργική σχέση που υπάρχει μεταξύ ρήματος και υποκειμένου στα πλαίσια της πρότασης (α. «ενεργητική φωνή» — η φωνή με την οποία δηλώνεται η ενέργεια του υποκειμένου, λ.χ. κτίζω β. «παθητική φωνή» — η φωνή με την οποία δηλώνεται ότι το υποκείμενο πάσχει, δέχεται, υφίσταται την ενέργεια κάποιου άλλου, του ποιητικού αιτίου, λ.χ. κτίζομαι
γ. «μέση φωνή» — η φωνή με την οποία δηλώνεται ότι το υποκείμενο είναι ταυτόχρονα πρόξενος και αποδέκτης μιας πράξης, λ.χ. κουρεύομαι)
6. φρ. α) «βάζωμπήγω] τις φωνές» — φωνάζω με οργή για να επιπλήξω κάποιον, ξεφωνίζω ή καλώ σε βοήθεια
β) «η φωνή του αίματος» — η ενδόμυχη παρόρμηση εκδίκησης για φόνο στενού συγγενή
γ) «βγάζω [μια] φωνή» — φωνάζω σε κάποιον που είναι μακριά να σταθεί
7. παροιμ. α) «φωνή λαού, οργή Θεού» — δηλώνει τη μεγάλη και αποτελεσματική δύναμη της λαϊκής κινητοποίησης, στην οποία υποκύπτουν οι πάντες
β) «κατά φωνή κι ο γάιδαρος» — λέγεται για απροσδόκητη εμφάνιση ενός προσώπου την ώρα ακριβώς που γίνεται λόγος γι' αυτόν
μσν.
φρ. «ἀπὸ φωνῆς»
(συχνά σε κώδικες συγγραμμάτων) δηλώνει ότι το σύγγραμμα αποτελεί προϊόν υπαγόρευσης και όχι ιδιόχειρης εργασίας (Δουκάγγ.)
μσν.-αρχ.
1. λεκτική διατύπωση, δήλωση
2. ικανότητα για ομιλία
αρχ.
1. πολεμική ιαχή
2. (για πουλιά και, κυρίως, για αηδόνι) κελάηδημα, τραγούδι
3. α) κάθε έναρθρος ήχος («στοιχεῖόν ἐστι φωνὴ ἀδιαίρετος», Αριστοτ.)
β) (ειδικότερα) ο ήχος τών φωνηέντων, σε αντιδιαστολή προς τον ήχο τών συμφώνων
4. ρήση, ρητό («τὴν Σιμωνίδου φωνήν», Πλάτ.)
5. φήμη
6. διάλεκτος («κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φωνήν», Πλάτ.)
7. λέξη
8. μήνυμα
9. στον πληθ. αἱ φωναί
οι παραλλαγές, οι τόνοι της φωνής
10. (η δοτ. ως επίρρ.) φωνῇ
μεγαλοφώνως
11. παροιμ. α) «φωνῇ... ὁρῶ» — λεγόταν για τυφλό άνθρωπο (Σοφ.)
β) «πᾱσαν, τὸ λεγόμενον, φωνήν ἱέντα» — λεγόταν για κάποιον που έκανε χρήση οποιουδήποτε μέσου (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φω-νή, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας bhā- του ρ. φημί με επίθημα -νη (πρβλ. ποι-νή). Η άποψη ότι η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghwen- «αντηχώ» (πρβλ. αρχ. σλαβ. zvonŭ, ρωσ. zvon «ήχος») δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή.
ΠΑΡ. φωνίδα(-ίς)
αρχ.
φωνάριον, φωνήεις, φωνίον, φωνώ
αρχ.-μσν.
φωνικός, φώνος
μσν.
φωνάσκω
νεοελλ.
φωνάκλα, φωνάρα, φωναράς, φωναχτός, φωνίτσα, φωνούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φωνασκώ
αρχ.
φωνοβόλος, φωνομαχώ
αρχ.-μσν.
φωνόμιμος
μσν.
φωνοκτυπώ, φωνολογώ
νεοελλ.
φωναγγειογράφημα, φωναγγειογραφία, φωναγωγός, φωνασθένεια, φωνενδοσκόπηση, φωνενδοσκοπία, φωνενδοσκόπιο, φωνενδοσκοπώ, φωνιατρική, φωνογραφία, φωνόγραφος, φωνοθήκη, φωνοκαρδιογραφία, φωνοκινητικός, φωνοκοπώ, φωνοληψία, φωνόλιθος, φωνολογία, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωνομίμηση, φωνομοντάζ, φωνοπάθεια, φωνοσκόπιο, φωνοσπασμία, φωνοταινία, φωνοφοβία, φωνωδία. (Β' συνθετικό) αγριόφωνος, αλλόφωνος, ασύμφωνος, άφωνος, βαθύφωνος, βαρβαρόφωνος, γλυκύφωνος, γυναικόφωνος, δίφωνος, ετερόφωνος, εύφωνος, ημίφωνος, ισχνόφωνος, κακόφωνος, καλλίφωνος, λαμπρόφωνος, λαρυγγόφωνος, λεπτόφωνος, μακρόφωνος, μεγαλόφωνος, μονόφωνος, μυριόφωνος, ξενόφωνος, ομόφωνος, οξύφωνος, παράφωνος, ποικιλόφωνος, πολύφωνος, σύμφωνος, ταυτόφωνος, τραχύφωνος, τρίφωνος, υψηλόφωνος
αρχ.
αγλαόφωνος, αιολόφωνος, ακριτόφωνος, αντίφωνος, αρτίφωνος, αυτόφωνος, βαρύφωνος, δευτερόφωνος, διάφωνος, δύσφωνος, εικελόφωνος, έμφωνος, εναντιόφωνος, εννεάφωνος, επτάφωνος, ευρύφωνος, ηδύφωνος, ηερόφωνος, ημερόφωνος, θηλύφωνος, θρασύφωνος, ιμερόφωνος, ισχυρόφωνος, καινόφωνος, κερατόφωνος, κοιλόφωνος, λάφωνος, λιγυμακρόφωνος, λιγύφωνος, μαλακόφωνος, μαλθακόφωνος, ματαιόφωνος, μαψίφωνος, μελάμφωνος, μελλιχόφωνος, μικρόφωνος, ξηρόφωνος, ογκόφωνος, οικειόφωνος, οικτρόφωνος, ολιγόφωνος, ολόφωνος, πάμφωνος, παντόφωνος, παχύφωνος, στενόφωνος, στρηνόφωνος, ταχύφωνος, τραυλόφωνος, τρομαλεόφωνος, υπάφωνος, υστερόφωνος, υψόφωνος, φιλόφωνος, χαλκόφωνος, χαριτόφωνος
νεοελλ.
αηδονόφωνος, αλβανόφωνος, απειρόφωνος, αρρενόφωνος, βλαχόφωνος, βραχνόφωνος, βραχύφωνος, βροντόφωνος, γλυκόφωνος, ελληνόφωνος, ισόφωνος, λιγυρόφωνος, μεσόφωνος, οδοντόφωνος, οκτάφωνος, ομοιόφωνος, ουρανισκόφωνος, πεντάφωνος, ρινόφωνος, σλαβόφωνος, τετράφωνος, τουρκόφωνος, υψίφωνος, χαμηλόφωνος, χειλεόφωνος, χιλιόφωνος, χοντρόφωνος, χρυσόφωνος].