ὑγρόσαρκος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A of flabby flesh, Arist.HA 603b16, 538b9 (Comp.), Hp.Ep.21.

German (Pape)

[Seite 1171] von weichem, zartem, schwammigem Fleische, Arist. H. A. 8, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγρόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰς δηλ. πλαδαρὰς σάρκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 12., 8. 21. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑγρόσαρκος, -ον, ΝΑ
αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σαρκος (< σαρξ, σαρ-κός), πρβλ. παχύ-σαρκος].