χοντροκαμωμένος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. χοντροδουλεμένος, κακοφτειαγμένος
2. (για πρόσ.) αυτός του οποίου τα μέλη είναι χοντρά ή τα χαρακτηριστικά αδρά.