ταρβάλυξ

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

υγος, ὁ,

   A = ταρακτικός, Hdn.Gr.2.743.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, Α
ταρακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + εκφραστικό ένθημα -λ- και ουρανικό επίθημα -υγ-ς (πρβλ. πομφόλυξ, φεψάλυξ)].