φάκινος

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον,

   A made of lentils, ἄρτος Sopat. 1; φάκινον δεῖ ποιεῖν i.e. of the consistency of φακῆ, Zos.Alch.p.172 B.

German (Pape)

[Seite 1252] von Linsen gemacht; ἄρτος Sopat. bei Ath. IV, 158 d; βρῶμα ib.; auch πᾶσαπόλις ἐστὶ φακίνων; komisch heißt auch Sopat. ὁ φάκινος παρῳδός statt ὁ Πάφιος.

Greek (Liddell-Scott)

φάκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ φακῶν πεποιημένος, ἄρτος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 158D.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
(για φαγητό) παρασκευασμένος από φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].