σφίδη: ἡ, = χορδή, (πρβλ. Λατιν. fides), Ἡσύχ.· πληθ. σφίδες, «χορδαὶ μαγειρικαὶ» ὁ αὐτ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «χορδή».[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σφίδες].