σφίδη

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Greek (Liddell-Scott)

σφίδη: ἡ, = χορδή, (πρβλ. Λατιν. fides), Ἡσύχ.· πληθ. σφίδες, «χορδαὶ μαγειρικαὶ» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «χορδή».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σφίδες].