τετραβαρής

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ές,

   A four times as heavy, Alc. 153, in poet. gen. pl. τετραβαρήων.

German (Pape)

[Seite 1096] ές, viermal das Gewicht habend, viermal so schwer, Alcaeus bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰβᾰρής: -ές, τετραπλάσιος τὸ βάρος, Ἀλκαῖ. 147, ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. τετραβαρήων.

Greek Monolingual

-ές, Α
τετραπλάσιος σε βάρος («τετραβαρήων πλίνθων καυάγματα», Αλκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ἰσο-βαρής].