ὑπερπληθής

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ές,

   A superabundant, Nicoch.11; ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς having done more than enough misdeeds, v.l. for παμπληθῆ in D.26.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπληθής: -ές, ἀφθονώτατος, πολυπληθέστατος, τριχίας δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς Νικοχάρης ἐν «Λημνίοις» 1· ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς, πράξας πλημμελήματα ἢ κακὰ ἀναρίθμητα, Δημ. 802. 25. - (Τὰ Ἀντίγραφ. ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς διαφ. γραφ. ὑπερπλήθης καὶ ὑπερπληθής).

Greek Monolingual

-ές / ὑπερπληθής, -ές, ΝΜΑ
υπέρμετρα πολυπληθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. ἐμ-πληθής].