χαλκός

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

Cret. καυχός GDI5011.4 (iii B. C.), ὁ:—

   A copper, χ. ἐρυθρός Il.9.365; with reference to its polished surface, αἶθοψ, ἦνοψ, νῶροψ, φαεινός, 4.495, 16.408, 2.578, 12.151; Τρῶες . . χαλκῷ μαρμαίροντες 13.801; πεδίον . . λάμπετο χαλκῷ 20.156; τῆλε δὲ χ. λάμφ' ὥς τε στεροπή 10.153, cf. 11.65, 19.363; σάκος . . χαλκῷ παμφαῖνον 14.11; and of the ornaments of a house, χαλκοῦ τε στεροπήν Od.4.72; of copper as the first metal that men learnt to smelt and work, τῶν δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' εἰργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος Hes.Op.151; χ. ἐρυθρός (cf. supr.) Hp.Ulc.17, Thphr.Lap.57, Callix.1; χ. ἐρυθρὸς καὶ λευκός Thphr.Od.71; χ. Κύπριος Posidon.52J., Dsc.1.102, cf. Polyaen.3.10.14; alloyed with tin to form bronze, the usual meaning of the word in Hom. (v. infr. 11) and freq. in later writers: σίδηρος δὲ καὶ χ. πολέμων ὄργανα Pl.Lg.956a, etc.; χ. κεκραμένος D.Chr.28.3.    II in Poets freq. for anything made of metal, esp. of arms (hence Pi. calls it πολιός, the proper epith. of iron, P.3.48); of offensive arms, ὀξέϊ χαλκῷ, νηλέϊ χ., of a spear, a sword, Il.4.540, 3.292, al.; of a knife, 1.236, al.; of an axe, 13.180, Od.5.244, al.; of a fish-hook, Il.16.408; of defensive arms, as the plates laid on a shield, 20.275; χαλκὸν ζώννυσθαι, of a warrior girding on his armour, 23.130; κεκορυθμένος, αἴθοπι χ. 4.495; ἐδύσετο νώροπα χ. 2.578; of both combined, πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός the spear of bronze glanced off the helm of bronze, 11.351.    2 of vessels, copper, cauldron, urn, 18.349, Od.8.426; of a cinerary urn, S.El.758; collectively of bronze plate, χ. μυρίος, Pi.N.10.45; θάλαμον... ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χ. ἔκειτο Od. 2.338, cf.13.19,21.10,62, Il.2.226; used in payment of ransom, 22.50, cf. 340, Od.5.38.    3 of a bronze mirror, A.Fr.393, Call.Lav.Pall.21, Ap6.210 (Philet.); used as a burning-glass, Thphr.Ign.73.    4 collectively, copper money, IPE12.24.15 (Olbia, iv B. C.), Ev.Matt. 10.9, Ev.Marc.12.41, cf. ἰσόνομος 11; generally, money, opp. κύαμοι, IG14.423 ii 21 (Tauromenium), cf. BGU822.12 (iii A. D.), etc.; χαλκοῦ σπάνις MenMon.156; χαλκὸν ἔχων πῶς οὐδὲν ἔχεις μάθε AP 11.167 (Pollian.).    5 = χάλκωμα, bronze plate or tablet, τὰν προξενίαν γράψαντας εἰς χαλκὸν ἀνθέμεν IG9(1).682 (Corcyra, iv B. C.); οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν, who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge, BGU113.5 (ii A. D.), etc.    6 a weight, 1/8 obol, Gal.19.752.    III χαλκοῦ ἄνθος, particles thrown off by copper when cooling, Hp.Mul.1.104, Ph.Bel.102.34, Dsc.5.77.    b χαλκοῦ λεπίς, small pieces that scale off under the hammer, ib.78. (Perh. cf. Lith. geležìs 'iron'.)

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, Erz, Metall, bes. Kupfer, als das erste Metall, das man schmelzen und bearbeiten lernte, vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 430 u. Hes. O. 150, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος; als nachher auch das Eisen geschmiedet wurde, übertrugen die Dichter das Wort auch auf Eisen; Hom. bezeichnet es noch als ἐρυθρός, Il. 9, 365, u. nennt es neben Eisen, χαλκός τε χρυσός τε πολυκμητός τε σίδηρος 6, 48. 11, 133, vgl. Od. 21, 10. 61, wo aus Kupfer gearbeitete Gefäße u. Geräthe zu verstehen sind; ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σιδήρῳ Il. 7, 473; Panzer u. Harnisch sind bei Hom. aus χαλκός, εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ 18, 512, ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν 2, 578, κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ 4, 495, u. öfter; eben so das Schwert, dah. oft νηλέϊ χαλκῷ; das Beil, 23, 118; auch Verzierung, ἅρματα ποικίλα χαλκῷ, 4, 226 u. öfter; Kessel, ἀμφὶ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' ὕδωρ Od. 8, 426; Pind. nennt es πολιός, P. 3, 48, also wohl Eisen, u. öfter; Aesch. verbindet χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε, Prom. 500; aber χαλκοῦ βαφάς geht auf Stählung des Eisens, Ag. 598; ἐν βραχεῖ χαλκῷ, von einem kupfernen Gefäße, Soph. El. 748; Plat. verbindet χαλκὸς καὶ σίδηρος, Legg. III, 678 c; χαλκὸς καὶ σίδηρος πολέμων ὄργανα XII, 956 a. – Eine Kupfermünze, der achte Theil des Obols, u. übh. Kupfergeld, Sp. oft. – Später unterschied man verschiedene Arten und Mischungen des Kupfers; χαλκὸς μέλας Philostr.; das gemeine Kupfer auch χ. Κύπριος, weil die Griechen in ältester Zeit ihr Kupfer aus Kypros erhielten; davon das lat. cuprum, unser Kupfer; χαλκὸς λευκός, weißes Kupfer, eine Art Prinzmetall, χ. ἐρυθρός, Messing, Ath. V, 205; χ. κεκραμένος, gemischtes Kupfer, Bronze. – Man leitet das Wort von χαλάω ab, weil man die Dehnbarkeit des Metalls am Kupfer zuerst in bes. hohem Grade wahrnahm.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκός: -οῦ, ὁ (οὐχὶ χαλκόν, τό, ἴδε La Roche Text-kr. σ. 377)· ― χαλκός, Λατ. aes, πρῶτον παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ.· καλεῖται δὲ ἅπαξ ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ χρῶμα αὐτοῦ ἐρυθρός, Ἰλ. Ι. 365· ἀλλὰ συχνάκις, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ἀπεστιλβωμένην αὐτοῦ ἐπιφάνειαν, αἶθοψ, ἦνοψ, νῶροψ, φαεινὸς (ἴδε τὰς λέξεις)· οὕτω, Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ἰλ. Ν. 801 πεδίον... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, πρβλ. Τ. 363· τῆλε δὲ χ. λάμφ’ ὥστε στεροπὴ Κ. 153, πρβλ. Λ. 65· σάκος... χαλκῷ παμφαίνων Ξ. 11· καὶ ἐπὶ τῶν κοσμημάτων οἴκου, χαλκοῦ τε στεροπὴν Ὀδ. Δ. 71. Ὁ χαλκὸς ἦτο τὸ πρῶτον μέταλλον ὃ οἱ παλαιοὶ ἔμαθον νὰ χωνεύωσι καὶ νὰ κατεργάζωνται, ὅθεν ὁ Ἡσίοδ. (Ἔργ. κ. Ἡμ. 149) λέγει περὶ τῶν παλαιῶν, τοῖς δ’ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ’ ἐργάζοντο, μέλας δ’ οὐκ ἔσκε σίδηρος· καὶ ὁ Λουκρήτιος (5. 1292) prior aeris erat quam ferri cornitus usus· ὅθεν, ἐπειδὴ ὁ χαλκὸς ἦτο τὸ συνήθως ἐν χρήσει μέταλλον, κατήντησεν ἡ λέξις νὰ σημαίνῃ πᾶν μέταλλον καθόλου (ἴδε ἐν τέλει)· καὶ ὅτε ἤρχισαν νὰ κατεργάζωνται τὸν σίδηρον, ἡ λέξις χαλκὸς ἦτο ἐν χρήσει μάλιστα παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ σίδηρος, χάλκεος ἀντὶ τοῦ σιδήρεος, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 391, κἑξ., τὸ χαλκεύς, σημαίνει σιδηρουργός. Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ χαλκὸς διεκρίνετο εἰς πολλὰ εἴδη· ὁ συνήθης ἐκαλεῖτο χ. μέλας ἢ ἐρυθρὸς (ἴδε κατωτ., πρβλ. Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β)· χ. Κύπριος (πρβλ. Κύπρος, χαλκῖτις)· χ. λευκός, εἶδος λευκοῦ μετάλλου, Θεοφρ. Ἀποσπ. 4. 71· χ. κεκραμένος λέγεται ὅτι εἶναιΚορίνθιος χαλκὸς ἢ ὁ καθαρώτατος ὀρείχαλκος («μπροῦντζος»), Δίων Χρυσ. 1. 531· ἴσως ὁ αὐτὸς καὶ χρυσοειδής, Διόδ. 5. 70. Κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ὁ χαλκὸς ἐφέρετο ἐκ τῆς Τεμέσης οὐχὶ τῆς Ἰταλικῆς Temsa, ὡς ὁ Στράβων ἐνόμισε (σελ. 6, 245), ἀλλ’ ἴσως ἐκ τῆς Ταμασοῦ ἢ Ταμασσοῦ τῆς Κύπρου, ἔνθα ὑπῆρχον μεγάλα χαλκωρυχεῖα (Στράβ. 684), ὅθεν ἐκομίζετο εἰς τοὺς Ἕλληνας διὰ τῶν Φοινίκων (Σιδὼν πολύχαλκος Ὀδ. Ο. 425). Τὰ μεταλλουργεῖα τῆς Κύπρου ῥητῶς μνημονεύονται ἐν Ἰλ. Λ. 16-23, πρβλ. Πλίν. 7. 57· χημικὴ ἀνάλυσις δεικνύει ὅτι τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ ἐργαλεῖα εἶναι κατεσκευασμένα ἐκ μίγματος χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου, οὐχὶ δὲ χαλκοῦ καὶ ψευδαργύρου, ὅπερ φαίνεται μεταγενεστέρα ἐπίνοια). Ἂν τὰ Ὁμηρικὰ ὅπλα εἶναι ἐκ καθαροῦ χαλκοῦ, ὡς τὰ ἀνωτέρω μνημονευθέντα ἐπίθετα δηλοῦσιν, ἀνάγκη νὰ δεχθῶμεν ὅτι οἱ παλαιοὶ ἐγίνωσκον τρόπον τινὰ πρὸς σκλήρυνσιν αὐτοῦ, ἴδε Πρόκλ παρὰ τῷ M. Müller Sc. of L. 2, σ. 231 σημ. Ὁ χαλκὸς ἐξηκολούθησε νὰ χρησιμεύῃ εἰς χρήσεις, εἰς ἃς ἡμεῖς νῦν ποιοῦμεν χρῆσιν τοῦ σιδήρου, σίδηρος δὲ καὶ χ. πολέμων ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 956Α· [πέλεκυν] ἀνάγκη χαλκοῦν ἢ σιδηροῦν εἶναι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 41· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τῶν ὀρειχαλκίνων μαχαιρῶν καὶ ἐργαλείων, ἅπερ ὑπάρχουσιν ἐν παντὶ Μουσείῳ. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς πολλάκις τίθεται τὸ ὄνομα τοῦ μετάλλου ἀντὶ τοῦ πράγματος τοῦ ἐξ αὐτοῦ ποιουμένου, ὡς καὶ τὸ σίδηρος, (ἐντεῦθεν δὲ ὁ Πίνδαρος καλεὶ αὐτὸν πολιόν, ὅπερ κυριολεκτεῖται ὡς ἐπίθετον τοῦ σιδήρου, ΙΙ. 3. 85)· ἐπὶ ἐπιθετικῶν ὅπλων, ὀξέϊ χαλκῷ, νηλέϊ χ., ἐπὶ δόρατος, ξίφους, Ἰλ. Β. 417, κ. ἀλλαχ., πρβλ. χάλκεος, χαλκήρης· ἐπὶ μαχαίρας, Α. 236, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πελέκεως, Ν. 178, πρβλ. Ὀδ. Ε. 234, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀγκίστρου ἁλιευτικοῦ, Ἰλ. Π. 408· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, οἷον ἐπὶ τῶν χαλκίνων πλακῶν τῶν καλυπτουσῶν τὴν ἀσπίδα, Υ. 274· χαλκὸν ζώννυσθαι, ἐπὶ πολεμιστοῦ ζωννυμένου τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ, Ψ. 130· κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ Δ. 495· ἐδύσετο νώροπα χ. Β. 578· ἐπί τε ἐπιθετικῶν καὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, πλάγχθη δ’ ἀπὸ χαλκόφι χαλκός, ἡ χαλκίνη λόγχη ἀπεκρούσθη ἀπὸ τῆς χαλκίνης περικεφαλαίας, Λ. 351. 2) ἐπὶ σκευῶν ἢ ἀγγείων, λέβης, «χάλκωμα», κάλπη, Σ. 349, πρβλ. Ὀδ. Θ. 426, ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 758· καὶ περιληπτικῶς ἐπὶ πολλῶν ὁμοῦ χαλκῶν καὶ ὀρειχαλκίνων ἀγγείων καὶ σκευῶν (πρβλ. Λατ. argentum), Πινδ. Ν. 10. 84· καὶ οὕτως ἴσως ἐν Ὀδ. Β. 338, θάλαμον…, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χ. ἔκειτο, πρβλ. Φ. 10, 62, Ἰλ. Β. 226· ἐχρησίμευε δὲ καὶ εἰς ἀπότισιν λύτρων, Χ. 50, 340, Ὀδ. Γ. 38. 3) ἐπὶ χαλκοῦ κατόπτρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274, Ἀνθ. Παλατ. 6. 210· πρβλ. χαλκεῖον ΙΙ. 3. 4) νόμισμα χαλκοῦν ὡς τὸ χαλκοῦς ΙΙ, Πλούτ. 2. 665Β· περιληπτικῶς, χρήματα, χαλκοῦ σπάνις Μενάνδρ. Μονόστ. 156· χαλκὸν ἔχων πῶς οὐδὲν ἔχεις; Ἀνθ. Παλατ. 11. 167. ΙΙΙ. χαλκοῦ ἄνθος, Λατ. aeris fios, ἡ οὐσία ἥτις ἐκπίπτει ἀπὸ τοῦ χαλκοῦ ἐν ᾧ ψύχεται, εἶδος σκωρίας, Ἱππ. 635. 54, πρβλ. 472. 3 κἑξ.· καὶ χαλκοῦ λεπίς, Λατ. aeris squama, αἱ μικραὶ λεπίδες αἵτινες ἀποχωρίζονται ἐν ᾧ ὁ χαλκὸς σφυρηλατεῖται, Διοσκ. 5. 89, 90, πρβλ. Πλίν. 34. 24· πρβλ. χάλκανθον. (Ἡ ἐτυμολογία ἀμφίβολος. Ὁ Curt., καίπερ ἀντιλέγοντος τοῦ Μüller, παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκρ. hrik-us, hlik-us (κασσίτερος)· Σλαυ. zel-ezo, Λιθ. gel-ezis, (σίδηρος), πρβλ. χάλυψ, καὶ νομίζει ὅτι χαλκὸς καὶ χρυσὸς δυνατὸν νὰ ἔχωσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, δηλ. Σανσκρ. ghar (lucere). Ἕτερος παρετήρησεν ὅτι ἡ λέξις χαλκὸς ἐπί τε τῆς ἰδιαιτέρας σημασίας τοῦ γνωστοῦ μετάλλου καὶ ἐπὶ τῆς γενικωτέρας παντὸς μετάλλου ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῇ Ἑλληνικῇ· ἡ δὲ Λατ. λέξ. aes, ἥτις παρουσιάζει τὴν αὐτὴν μετάβασιν καὶ μεταβολὴν ἐννοιῶν, ἀπαντᾷ ἐν τῷ Γοτθ. ais, Ἀρχ. Γερμ. êr (Γερμ. erz), Ἀγγλο-Σαξον. âr (ore)· ἐν ᾧ ἡ αὐτὴ λέξις ἐν τῇ Σανσκρ. ayas, ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ σιδήρου, καὶ ἡ νεωτέρα Γερμ. λέξις eisen δεικνύει παρόμοιον περιορισμὸν ἐννοίας· ἴδε Μüller Sc. of. L. 2, σ. 230 κἑξ.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. cuivre;
II. airain;
III. fer;
IV. p. ext. objet travaillé en cuivre ou en airain :
1 arme d’airain (épée, pointe de lance, casque, cuirasse, etc.);
2 vase d’airain (chaudron, urne), en gén. ustensiles ou vaisselle d’airain;
3 miroir de métal;
4 chalque, monnaie de cuivre, le 8ᵉ de l’obole.
Étymologie: DELG origine obscure.

English (Autenrieth)

copper or bronze (an alloy of copper and tin; brass, which is made of copper and zinc, was unknown to the ancients), Od. 1.184. The word stands often for things made of bronze, knife, axe, weapons and armor in general. Epithets, αἶθοψ, νῶροψ, ἀτειρής, and others appropriate to the things severally designated.

English (Slater)

χαλκός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
   1 bronze (but the epithet πολιός suggests iron, (P. 3.48), (P. 11.20) ) ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν (the bronze shield, which was given as a prize at the Hekatombaia in Argos) (O. 7.83) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων (i. e. a bronze mouthpiece) (P. 12.25) ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν (bronze prizes in the games) (N. 10.45) ὁ δ' ἄφαρ πλεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ . . ] . ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν δἰ ἑρκέων bronze chain fr. 169. 26. esp., sword, spear, πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι (P. 3.48) Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.20) ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν (N. 10.70)

Spanish

bronce

English (Strong)

perhaps from χαλάω through the idea of hollowing out as a vessel (this metal being chiefly used for that purpose); copper (the substance, or some implement or coin made of it): brass, money.

English (Thayer)

χαλκοῦ, ὁ, from Homer down, the Sept. for נְחֹשֶׁת, brass: aes) what is made of brass, money, coins of brass (also of silver and of gold), B. D., under the word Brass; Dict. of Antiq., under the word aes.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
ελατό, όλκιμο και ευκατέργαστο με σφυρηλασία μέταλλο, κιτρινέρυθρου ώς ροδέρυθρου χρώματος, κν. μπακίρι
νεοελλ.
1. χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο μετάπτωσης, με σύμβολο Cu και ατομικό αριθμό 29, που ανήκει στην ομάδα Ib του περιοδικού συστήματος (α. «θειούχος χαλκός» β. «ανθρακικός χαλκός»)
2. φρ. α) «αυτοφυής χαλκός»
(ορυκτ.) χαλκός που απαντά σε αυτοφυή κατάσταση στη φύση, γεγονός που συνετέλεσε στην ευρεία χρησιμοποίησή του από τον άνθρωπο, από τους αρχαιότατους χρόνους
β) «θειικός χαλκός»
χημ. θειικό άλας του δισθενούς χαλκού, η ένυδρη μορφή του οποίου είναι γνωστή και ως γαλαζόπετρα
γ) «εποχή του Χαλκού»
αρχ.
φάση στην εξέλιξη του υλικού πολιτισμού του ανθρώπου, που ακολούθησε την εποχή του Λίθου και η οποία στην Ελλάδα άρχισε πριν από το 3000 π.Χ.
αρχ.
1. καθετί που είναι κατασκευασμένο από χαλκό
2. (ειδικά) χάλκινο όπλο και, γενικά, χάλκινος οπλισμός («χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ' Ἄρης πόντον φοινίξει», Ηρόδ.)
3. (με περιλπτ. σημ.) α) σύνολο χάλκινων σκευών και άλλων αντικειμένων («θάλαμον... ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο», Ομ. Οδ.)
β) χρήματα και, γενικά, περιουσία
4. χάλκινο νόμισμα
5. χάλκωμα
6. βάρος ισοδύναμο με το ένα όγδοο του οβολού
7. φρ. α) «χαλκὸν ζώννυμαι»
(για πολεμιστή) φορώ την πανοπλία (Ομ. Ιλ.)
β) «ἄνθος χαλκοῦ» — σκωρία που πέφτει από τον χαλκό όταν αυτός ψύχεται (Ιπποκρ.)
γ) «λεπὶς χαλκοῦ» — λεπίδα που αποχωρίζεται καθώς ο χαλκός σφυρηλατείται (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. μετάλλου, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. kako και αποτελεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, δάνειο από κάποια γλώσσα —πιθανότατα ανατολική—, αφού άλλωστε και τη χρήση του μετάλλου αυτού, καθώς και την τεχνική παρασκευής του ορειχάλκου, την έμαθαν οι Έλληνες από κάποιον ξένο λαό του ανατολικού χώρου (γνωστά είναι π.χ. τα ορυχεία χαλκού στην Κύπρο, πρβλ. λατ. cuprum «χαλκός» < Κύπρος). Ειδικότερα, η λ. χαλκός έχει ερμηνευθεί κατά καιρούς από διάφορους μελετητές ως δάνεια από τη Φοινικική, την Αραμαϊκή, τη Σουμεριακή (πρβλ. τον τ. kal.ga «ισχυρός [[[χαλκός]]]»), ενώ έχει προταθεί και η σύνδεση της με έναν τ. χεττιτ., αλλά και γενικά ανατολικό, hapalki- με σημ. «σίδηρος» (βλ. και λ. χάλυβας). Κατ' άλλη άποψη, η λ. χαλκός, λόγω του κοκκινωπού χρώματος του μετάλλου, μπορεί να συνδεθεί με τον, επίσης δάνειο, τ. κάλχη / χάλκη / χάλχη «το μαλάκιο πορφύρα, πορφυρή βαφή». Έχει, επίσης, υποστηριχθεί από άλλους μελετητές η αναγωγή της λ. σε ΙΕ ρίζα ghel(ē)gh-, λ. που χρησιμοποιείται για διάφορα είδη μετάλλων, όπως είναι λ.χ. ο σίδηρος, ο χαλκός ή ο ορείχαλκος (πρβλ. ρωσ. železo και λιθουαν. geležis με σημ. «σίδηρος»). Η λ. χαλκός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο το ίδιο το μέταλλο όσο και τον ορείχαλκο, δηλαδή το κράμα του μετάλλου αυτού με κασσίτερο, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τον ΙΕ τ. aios- «μέταλλο, χαλκός, μπρούντζος» (πρβλ. και τα: αρχ. ινδ. ayas-, λατ. aes, γοτθ. aiz), ο οποίος δεν χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική.
ΠΑΡ. χαλκεύς, χαλκίδα(-ίς), χάλκινος, χαλκίτιδα(-ίτις), χαλκούς
αρχ.
χαλκάς (ΙΙ), χαλκήεις, χαλκήρης, χαλκικός, χαλκίνδα, χαλκίον, χαλκίτης, χαλκύδριον, χαλκώ, χαλκώδης
αρχ.-μσν.
χαλκεών, χαλκίζω
μσν.
χαλκέα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. χαλκο-. (Β' συνθετικό) επίχαλκος, ολόχαλκος, ορείχαλκος
αρχ.
αργυρόχαλκος, αριστόχαλκος, αυρόχαλκος, άχαλκος, γυιόχαλκος, έγχαλκος, εξάχαλκος, ευθύχαλκος, εύχαλκος, κατάχαλκος, μολυβδόχαλκος, πάγχαλκος, περίχαλκος, πολύχαλκος, σιδηρόχαλκος, υπόχαλκος, χρυσόχαλκος, ωρόχαλκος
νεοελλ.
λευκόχαλκος.