ὑπερδίδωμι

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

   A give instead, προπάντων μίαν ὑπερδοῦναι θανεῖν E.Fr. 360.18 (perh. ὕπερ δοῦναι) ; πλοῦτον ὑπερδώῃσι is dub. l. in Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.1.112.

German (Pape)

[Seite 1194] (s. δίδωμι), dafür geben, τί τινος, Eur. frg. Erechth. 17.

Greek Monolingual

Α δίδωμι
παραχωρώ κάποιον για να σώσω έναν άλλο («πρὸ πάντων μίαν ὑπερδοῡναι θανεῑν», Ευρ.).