φοβερόφθαλμος

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

German (Pape)

[Seite 1294] = Folgdm, Erkl. von γλαυκὸς δράκων, Schol. Pind. Ol. 8, 37.

Greek Monolingual

-ον, Α αυτός του οποίου τα μάτια προξενούν φόβο, φοβερόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος, μον-όφθαλμος)].