τρίπρατος

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A thrice sold, Com.Adesp. 884, cf. Ph.2.47.

German (Pape)

[Seite 1146] dreimal verkauft, Ar. fr. 718 bei Eust. 725, 32.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπρατος: -ον, ὁ τρὶς ἢ πολλάκις πραθείς, πωληθείς, ὁ πολλάκις ἀπημπολημένος, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 88· πρβλ. παλίμπρατος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πουληθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πρατός (< θ. πρα- του πέρνημι «πουλώ», πρβλ. πι-πρά-σκω), πρβλ. πολύ-πρατος].