φιλοτελής

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές, Ν
φιλοτελιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τελής (< τέλος «φόρος, δασμός»), πρβλ. ισο-τελής. Η λ., στον πληθ. φιλοτελεῖς, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].